- ομοιοκλινής
- ὁμοιοκλινής, -ές (Α)1. αυτός που έχει όμοια κλίση2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισο-κλινής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὁμοιοκλινῶς — ὁμοιοκλινής of like slope adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… … Dictionary of Greek